ῥοπάλιον

ῥοπάλιον
ῥοπᾰλ-ιον, τό, Dim. of ῥόπαλον, PPetr.3p.59 (iii B.C.), Promathid. ap.Ath.11.489b; part of a κύλιξ, Inscr.Délos 442B146 (ii B.C.); part of a σκύφος, Roussel
A Cultes Egyptiens p.217 (Delos, ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ροπάλιον — τὸ, Α [ῥόπαλον] 1. μικρό ρόπαλο 2. τμήμα κύλικα ή σκύφου …   Dictionary of Greek

  • ῥοπάλια — ῥοπάλιον Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροπαλία — η, Ν ζωολ. σύμπλοκο αισθητήριο όργανο στις παρυφές τού σκιαδίου τών τραχυμεδουσών, τών ναρκομεδουσών και ορισμένων σκυφοζώων, το οποίο φέρει μια στατοκύστη, ένα οσφρητικό βοθρίο, ένα νευρικό γάγγλιο και ένα οφθαλμίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”